- προσώδης
- προσώδης, ες, ([etym.] ὄζω)A smelling, stinking, Hp. ap. Gal.19.133 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσωδής — ές, Α φουσκωμένος, πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῳδής (< οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»)] … Dictionary of Greek
προσώδης — ῶδες, Α αυτός που αναδίδει κάποια οσμή, ιδίως δυσώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ώδης* (πρβλ δυσ ώδης, ευ ώδης)] … Dictionary of Greek
προσωδέστερον — προσώδης smelling adverbial comp προσώδης smelling masc acc comp sg προσώδης smelling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδεστέρου — προσῳδής swollen masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)